Πάνω από 200 αιτήσεις για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων με
ενεργειακό συμψηφισμό (net-metering) κατατέθηκαν από την ημερομηνία
έναρξης της διαδικασίας (8 Μαΐου 2015) μέχρι σήμερα με τη συντριπτική
τους πλειονότητα να αφορά σε επαγγελματικά κτήρια.
Όπως μεταδίδει το energypress, οι αιτούντες είναι σχεδόν αποκλειστικά ενεργοβόρες επιχειρήσεις, όπως ξενοδοχεία και φούρνοι, που έχουν υποβάλλει σχέδια με αρκετά μεγάλη εγκατεστημένη ισχύ από 25 έως 50 KW.
Σε αυτή την πρώτη φάση ο ΔΕΔΔΗΕ υποδέχεται μόνο αιτήματα σύνδεσης από καταναλωτές που τροφοδοτούνται από το δίκτυο χαμηλής τάσης και για μέγιστη ισχύ φωτοβολταϊκού συστήματος μέχρι 20 κιλοβάτ (kWp) ή μέχρι 50% της συμφωνημένης ισχύος της εγκατάστασης κατανάλωσης (σε kVA), εφόσον το τελευταίο μέγεθος υπερβαίνει τα 20 κιλοβάτ. Αυτό οδηγεί στο ανώτατο όριο των100 kWp στην ηπειρωτική χώρα και τα διασυνδεδεμένα νησιά, 50 kWp στην Κρήτη και 20 kWp στα λοιπά Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά.
Ειδικά στην Πελοπόννησο και στο τμήμα της Εύβοιας νοτίως του Αλιβερίου, καθώς και στα νησιά Άνδρο και Τήνο, η μέγιστη ισχύς συστήματος περιορίζεται επί του παρόντος στα 20 κιλοβάτ.
Επίσης, ειδικά για νομικά πρόσωπα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, με σκοπούς κοινωφελείς ή δημοσίου συμφέροντος σκοπούς, η ισχύς κάθε φωτοβολταϊκού συστήματος μπορεί να φτάνει και τα 100 κιλοβάτ, ενώ σύμφωνα με την σχετική υπουργική απόφαση, η ισχύς των φωτοβολταϊκών αυτής της κατηγορίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 500 κιλοβάτ.
Αργότερα ο ΔΕΔΔΗΕ θα αρχίσει να δέχεται αιτήματα σύνδεσης από καταναλωτές που τροφοδοτούνται από το δίκτυο μέσης τάσης, μετά την επίλυση των πλέον σύνθετων τεχνικών ζητημάτων που σχετίζονται με τις συνδέσεις αυτές.
To net metering δίνει τη δυνατότητα στους «αυτοπαραγωγούς» να χρησιμοποιούν το δίκτυο σαν "μπαταρία": όταν παράγουν περισσότερη ενέργεια από αυτή που καταναλώνουν, διοχετεύουν το πλεόνασμα στο δίκτυο. Σε διαφορετική περίπτωση απορροφούν ενέργεια από το δίκτυο. Στο τέλος κάθε χρόνου γίνεται «εκκαθάριση» και οι αυτοπαραγωγοί πληρώνουν τη ΔΕΗ μόνο στην περίπτωση που κατανάλωσαν περισσότερες Κιλοβατώρες από αυτές που παρήγαγαν.
Εάν ισχύει το αντίθετο δεν αποζημιώνονται για το πλεόνασμα ενέργειας που παρήγαγαν.
Ως εκ τούτου απαιτείται αναλυτική μελέτη για την εγκατάσταση ενός φωτοβολταϊκού συστήματος κατάλληλου μεγέθους για κάθε ανάγκη, ώστε ο αυτοπαραγωγός να παράγει την ποσότητα της ηλεκτρικής ενέργειας που χρειάζεται αποφεύγοντας την εγκατάσταση συστημάτων υψηλής ισχύος άρα και κόστους.
Στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ερευνητικού έργου: «Προώθηση της Φωτοβολταϊκής ενέργειας μέσω της βελτιστοποίησης του συμψηφισμού ενέργειας – Promotion of PV energy through net metering optimization (PV-NET)», που συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης μέσω του Προγράμματος Διακρατικής Συνεργασίας Μεσογειακού Χώρου MED, θα είναι διαθέσιμο ένα διαδικτυακό «εργαλείο» βελτιστοποίησης Φ/Β εγκαταστάσεων με συμψηφισμό ενέργειας.
Ο Επιστημονικός Υπεύθυνος του έργου, Αν. Καθηγητή του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΑΠΘ, Γρηγόρης Παπαγιάννης δηλώνει ότι «το εργαλείο αυτό θα είναι ελεύθερα διαθέσιμο στο κοινό και τους ενδιαφερόμενους φορείς, με την ολοκλήρωση του έργου στο τέλος Ιουνίου και μπορεί να προτείνει στους ενδιαφερόμενους μια βέλτιστη εγκατεστημένη ισχύ για δεδομένη κατανάλωση, στη βάση οικονομικών δεικτών. Το λογισμικό αυτό μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και για τη διαμόρφωση πολιτικών συμψηφισμού, μεταβάλλοντας τις σημαντικότερες παραμέτρους που καθορίζουν την κάθε πολιτική».
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ερευνητών, για την Ελλάδα η ελκυστικότητα της επένδυσης εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από το ύψος της κατανάλωσης, το ποσοστό της ιδιοκατανάλωσης και φυσικά το κόστος εγκατάστασης. Θεωρώντας ένα κόστος εγκατάστασης στα 1400€/kWp, συντελεστή ιδιοκατανάλωσης 30% και μια τυπική οικιακή κατανάλωση 2200kWh/τετράμηνο, μαζί με άλλες παραδοχές, το βέλτιστο μέγεθος της Φ/Β εγκατάστασης για οικιακούς καταναλωτές υπολογίζεται στα 3 kWp, με τυπικούς χρόνους αποπληρωμής μεταξύ 6 και 9 χρόνια.
Δικαίωμα εγκατάστασης έχουν φυσικά πρόσωπα (επιτηδευματίες ή μη), και νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, τα οποία είτε έχουν στην κυριότητά τους το χώρο στον οποίο θα εγκατασταθεί το σύστημα, είτε έχουν την νόμιμη χρήση του και έχουν διασφαλίσει την έγγραφη συναίνεση του ιδιοκτήτη του χώρου.
Η κατάθεση αίτησης προκειμένου για εγκαταστάσεις κατανάλωσης που συνδέονται στο δίκτυο χαμηλής τάσης, υποβάλλεται στην αρμόδια τοπική μονάδα του ΔΕΔΔΗΕ. Σε ένα μήνα η αρμόδια υπηρεσία του ΔΕΔΔΗΕ, προχωρά στην έγγραφη διατύπωση Προσφοράς Σύνδεσης προς τον αιτούντα. Η προσφορά περιλαμβάνει την περιγραφή των έργων και εργασιών που θα εκτελέσει ο ΔΕΔΔΗΕ για τη σύνδεση και την συνολική σχετική δαπάνη, καθώς και τις εργασίες και ενέργειες στις οποίες θα πρέπει να προβεί ο ενδιαφερόμενος για την υλοποίηση της σύνδεσης. Η προσφορά ισχύει για χρονικό διάστημα τριών μηνών από την ημερομηνία έκδοσής της. Μέσα στο διάστημα αυτό, ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει αίτηση για την υπογραφή της Σύμβασης Σύνδεσης στο γραφείο περιοχής, προσκομίζοντας τα πρόσθετα δικαιολογητικά που απαιτούνται.
Τα κόστος της σύνδεσης για ισχύ συστήματος μέχρι 55 κιλοβάτ θα κοστίζει 300 ευρώ, εφόσον δεν απαιτείται η αντικατάσταση του υφιστάμενου μετρητή κατανάλωσης. Διαφορετικά η σύνδεση θα κοστίζει 370 ευρώ προκειμένου για μονοφασικές παροχές ή 390 ευρώ για τριφασικές παροχές. Για ισχύ συστήματος άνω των 55 κιλοβάτ και μέχρι 100 κιλοβάτ, η σύνδεση θα κοστίζει 450 ευρώ. Στα κόστη αυτά ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι δεν απαιτούνται έργα δικτύου για τη σύνδεση.
Όπως μεταδίδει το energypress, οι αιτούντες είναι σχεδόν αποκλειστικά ενεργοβόρες επιχειρήσεις, όπως ξενοδοχεία και φούρνοι, που έχουν υποβάλλει σχέδια με αρκετά μεγάλη εγκατεστημένη ισχύ από 25 έως 50 KW.
Σε αυτή την πρώτη φάση ο ΔΕΔΔΗΕ υποδέχεται μόνο αιτήματα σύνδεσης από καταναλωτές που τροφοδοτούνται από το δίκτυο χαμηλής τάσης και για μέγιστη ισχύ φωτοβολταϊκού συστήματος μέχρι 20 κιλοβάτ (kWp) ή μέχρι 50% της συμφωνημένης ισχύος της εγκατάστασης κατανάλωσης (σε kVA), εφόσον το τελευταίο μέγεθος υπερβαίνει τα 20 κιλοβάτ. Αυτό οδηγεί στο ανώτατο όριο των100 kWp στην ηπειρωτική χώρα και τα διασυνδεδεμένα νησιά, 50 kWp στην Κρήτη και 20 kWp στα λοιπά Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά.
Ειδικά στην Πελοπόννησο και στο τμήμα της Εύβοιας νοτίως του Αλιβερίου, καθώς και στα νησιά Άνδρο και Τήνο, η μέγιστη ισχύς συστήματος περιορίζεται επί του παρόντος στα 20 κιλοβάτ.
Επίσης, ειδικά για νομικά πρόσωπα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, με σκοπούς κοινωφελείς ή δημοσίου συμφέροντος σκοπούς, η ισχύς κάθε φωτοβολταϊκού συστήματος μπορεί να φτάνει και τα 100 κιλοβάτ, ενώ σύμφωνα με την σχετική υπουργική απόφαση, η ισχύς των φωτοβολταϊκών αυτής της κατηγορίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 500 κιλοβάτ.
Αργότερα ο ΔΕΔΔΗΕ θα αρχίσει να δέχεται αιτήματα σύνδεσης από καταναλωτές που τροφοδοτούνται από το δίκτυο μέσης τάσης, μετά την επίλυση των πλέον σύνθετων τεχνικών ζητημάτων που σχετίζονται με τις συνδέσεις αυτές.
To net metering δίνει τη δυνατότητα στους «αυτοπαραγωγούς» να χρησιμοποιούν το δίκτυο σαν "μπαταρία": όταν παράγουν περισσότερη ενέργεια από αυτή που καταναλώνουν, διοχετεύουν το πλεόνασμα στο δίκτυο. Σε διαφορετική περίπτωση απορροφούν ενέργεια από το δίκτυο. Στο τέλος κάθε χρόνου γίνεται «εκκαθάριση» και οι αυτοπαραγωγοί πληρώνουν τη ΔΕΗ μόνο στην περίπτωση που κατανάλωσαν περισσότερες Κιλοβατώρες από αυτές που παρήγαγαν.
Εάν ισχύει το αντίθετο δεν αποζημιώνονται για το πλεόνασμα ενέργειας που παρήγαγαν.
Ως εκ τούτου απαιτείται αναλυτική μελέτη για την εγκατάσταση ενός φωτοβολταϊκού συστήματος κατάλληλου μεγέθους για κάθε ανάγκη, ώστε ο αυτοπαραγωγός να παράγει την ποσότητα της ηλεκτρικής ενέργειας που χρειάζεται αποφεύγοντας την εγκατάσταση συστημάτων υψηλής ισχύος άρα και κόστους.
Στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ερευνητικού έργου: «Προώθηση της Φωτοβολταϊκής ενέργειας μέσω της βελτιστοποίησης του συμψηφισμού ενέργειας – Promotion of PV energy through net metering optimization (PV-NET)», που συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης μέσω του Προγράμματος Διακρατικής Συνεργασίας Μεσογειακού Χώρου MED, θα είναι διαθέσιμο ένα διαδικτυακό «εργαλείο» βελτιστοποίησης Φ/Β εγκαταστάσεων με συμψηφισμό ενέργειας.
Ο Επιστημονικός Υπεύθυνος του έργου, Αν. Καθηγητή του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΑΠΘ, Γρηγόρης Παπαγιάννης δηλώνει ότι «το εργαλείο αυτό θα είναι ελεύθερα διαθέσιμο στο κοινό και τους ενδιαφερόμενους φορείς, με την ολοκλήρωση του έργου στο τέλος Ιουνίου και μπορεί να προτείνει στους ενδιαφερόμενους μια βέλτιστη εγκατεστημένη ισχύ για δεδομένη κατανάλωση, στη βάση οικονομικών δεικτών. Το λογισμικό αυτό μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και για τη διαμόρφωση πολιτικών συμψηφισμού, μεταβάλλοντας τις σημαντικότερες παραμέτρους που καθορίζουν την κάθε πολιτική».
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ερευνητών, για την Ελλάδα η ελκυστικότητα της επένδυσης εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από το ύψος της κατανάλωσης, το ποσοστό της ιδιοκατανάλωσης και φυσικά το κόστος εγκατάστασης. Θεωρώντας ένα κόστος εγκατάστασης στα 1400€/kWp, συντελεστή ιδιοκατανάλωσης 30% και μια τυπική οικιακή κατανάλωση 2200kWh/τετράμηνο, μαζί με άλλες παραδοχές, το βέλτιστο μέγεθος της Φ/Β εγκατάστασης για οικιακούς καταναλωτές υπολογίζεται στα 3 kWp, με τυπικούς χρόνους αποπληρωμής μεταξύ 6 και 9 χρόνια.
Δικαίωμα εγκατάστασης έχουν φυσικά πρόσωπα (επιτηδευματίες ή μη), και νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, τα οποία είτε έχουν στην κυριότητά τους το χώρο στον οποίο θα εγκατασταθεί το σύστημα, είτε έχουν την νόμιμη χρήση του και έχουν διασφαλίσει την έγγραφη συναίνεση του ιδιοκτήτη του χώρου.
Η κατάθεση αίτησης προκειμένου για εγκαταστάσεις κατανάλωσης που συνδέονται στο δίκτυο χαμηλής τάσης, υποβάλλεται στην αρμόδια τοπική μονάδα του ΔΕΔΔΗΕ. Σε ένα μήνα η αρμόδια υπηρεσία του ΔΕΔΔΗΕ, προχωρά στην έγγραφη διατύπωση Προσφοράς Σύνδεσης προς τον αιτούντα. Η προσφορά περιλαμβάνει την περιγραφή των έργων και εργασιών που θα εκτελέσει ο ΔΕΔΔΗΕ για τη σύνδεση και την συνολική σχετική δαπάνη, καθώς και τις εργασίες και ενέργειες στις οποίες θα πρέπει να προβεί ο ενδιαφερόμενος για την υλοποίηση της σύνδεσης. Η προσφορά ισχύει για χρονικό διάστημα τριών μηνών από την ημερομηνία έκδοσής της. Μέσα στο διάστημα αυτό, ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει αίτηση για την υπογραφή της Σύμβασης Σύνδεσης στο γραφείο περιοχής, προσκομίζοντας τα πρόσθετα δικαιολογητικά που απαιτούνται.
Τα κόστος της σύνδεσης για ισχύ συστήματος μέχρι 55 κιλοβάτ θα κοστίζει 300 ευρώ, εφόσον δεν απαιτείται η αντικατάσταση του υφιστάμενου μετρητή κατανάλωσης. Διαφορετικά η σύνδεση θα κοστίζει 370 ευρώ προκειμένου για μονοφασικές παροχές ή 390 ευρώ για τριφασικές παροχές. Για ισχύ συστήματος άνω των 55 κιλοβάτ και μέχρι 100 κιλοβάτ, η σύνδεση θα κοστίζει 450 ευρώ. Στα κόστη αυτά ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι δεν απαιτούνται έργα δικτύου για τη σύνδεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου