Σηµαντική εξοικονόµηση στο ενεργειακό του κόστος, που µπορεί να
φτάσει ακόµη και στο µισό, από το ποσό που πληρώνει σήµερα, είναι σε
θέση να επιτύχει ένας αγρότης, εάν αξιοποιήσει τη νέα νοµοθεσία για το
«net metering», η οποία επιτρέπει την αυτοπαραγωγή ρεύµατος από
φωτοβολταϊκά, για ενεργειακό συµψηφισµό.
Ως νέο εργαλείο, µάλιστα, το net metering εκτιµάται ότι µπορεί να ξαναβάλει σε κίνηση όλη την αγορά του κλάδου, η οποία µετά το «boom» της περιόδου 2008–2013, όταν και επενδύθηκαν περί τα 5 δισ. ευρώ για εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών, έχει πλέον κολλήσει, σε σηµείο ώστε να µην συνδέονται καθόλου καινούρια πάρκα µε το σύστηµα.
Οι εκτιµήσεις αυτές διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της ηµερίδας για τον βέλτιστο ενεργειακό συµψηφισµό και την ενίσχυση της διείσδυσης της ενέργειας από φ/β στο δίκτυο που οργανώθηκε στις 19 Μαΐου στη Θεσσαλονίκη µε τη συµµετοχή επιστηµόνων και ειδικών του κλάδου Ανανεώσιµων Πηγών Ενέργειας.
Σύµφωνα µε την εκπρόσωπο του Συνδέσµου Εταιρειών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ) Αικ. Κυριακίδου «όπως έχει στηθεί αυτή τη στιγµή το πρόγραµµα ανταποκρίνεται και απευθύνεται, κυρίως, σε εφαρµογές όπως για παράδειγµα οι αγροτικές και πιο συγκεκριµένα σε αποθήκες, γεωτρήσεις, θερµοκήπια και κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις».
Εξήγησε δε, ότι µε βάση τη διαστασιολόγηση του υπό εγκατάσταση συστήµατος, που θα προκύψει ανάλογα µε την κατανάλωση ρεύµατος που έχει ο παραγωγός, «σίγουρα µπορεί να του εξοικονοµήσει έως και το 50% του λογαριασµού που πληρώνει σήµερα».
Από 6 έως 11 χρόνια η περίοδος απόσβεσης της επένδυσης
Με βάση όλα αυτά τα δεδοµένα, όπως είπε η τοµεάρχης Ρυθµιστικών Θεµάτων, στη διεύθυνση χρηστών δικτύου, του ∆Ε∆∆ΗΕ ∆ήµητρα Τελάκη, ο χρόνος απόσβεσης µιας τέτοιας επένδυσης κυµαίνεται από 6 έως και 11 χρόνια, κάτι που αν συνδυαστεί µε το γεγονός ότι οι συµβάσεις που υπογράφονται είναι διάρκειας 25 ετών και µε αποδόσεις κεφαλαίου της τάξης του 10%, κατά µέσο όρο, τότε µιλάµε για εναλλακτική που δεν µπορεί να αγνοηθεί.
Ειδικότερα, στην περίπτωση των αγροτικών εφαρµογών διευκρινίστηκε ότι η απόσβεση της επένδυσης εγγίζει το απώτατο χρονικό όριο των 11 ετών, διότι αυτή τη στιγµή οι τιµές συµψηφισµού, για τα αγροτικά συστήµατα, ανά κιλοβατώρα είναι γύρω στα 7 λεπτά του ευρώ, όταν στα οικιακά κινείται µεταξύ 13 – 14 λεπτών και στα εµπορικά, από 9 - 13 λεπτά, ανάλογα το τιµολόγιο στο οποίο υπάγεται ο αυτοπαραγωγός.
Στα 11 χρόνια σήμερα η διάρκεια απόσβεσης στις αγροτικές εφαρμογές
Αισιόδοξη πως η έναρξη εφαρµογής του net metering θα δηµιουργήσει συνθήκες αναθέρµανσης της αγοράς εγκατάστασης φωτοβολταϊκών στην Ελλάδα, εµφανίστηκε η κυρία Τελάκη, καθώς «από τα τέλη του 2013 και ειδικά µετά το νόµο για το new deal κανείς δεν σκέφτεται να εγκαταστήσει φωτοβολταϊκό».
Παρόλα αυτά ο πήχης των προσδοκιών δεν µπαίνει ψηλά και σε αυτό επηρεάζει τόσο το κλίµα αβεβαιότητας στην οικονοµία, που δεν ευνοεί γενικότερα τις νέες επενδυτικές ή επιχειρηµατικές δραστηριότητες, όσο και ενέργειες όπως οι µονοµερείς αλλαγές συµβάσεων που έγιναν στο πρόσφατο παρελθόν και για τις οποίες, κατά τον Μάριο ∆ράµαλη, από τον Πανελλήνιο Σύλλογο του κλάδου «Στέγη» έχουν υποβληθεί αγωγές και θα κριθούν στα δικαστήρια.
Ως εκ τούτου το γεγονός ότι στο πρώτο δεκαήµερο, που είναι ανοικτό το σύστηµα και δέχεται (από τις 8 του Μάη) αιτήµατα για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών µε συµψηφισµό από καταναλωτές που τροφοδοτούνται από το δίκτυο χαµηλής τάσης, υποβλήθηκαν λίγο πάνω από 200 φάκελοι, θεωρείται, µια σχετικά καλή επίδοση.
Πληροφορίες που είδαν το φως της δηµοσιότητας ανέφεραν ότι από τις συγκεκριµένες αιτήσεις η πλειονότητα προέρχονται από ενεργοβόρες επιχειρήσεις, όπως ξενοδοχεία και φούρνοι και αφορούσαν σχέδια µε εγκατεστηµένη ισχύ, 25 έως 50 KW.
«Τον επόµενα µήνα ο ∆Ε∆∆ΗΕ θα αρχίσει να δέχεται αιτήµατα σύνδεσης από καταναλωτές που τροφοδοτούνται από το δίκτυο µέσης τάσης, µετά την επίλυση των πλέον σύνθετων τεχνικών ζητηµάτων που σχετίζονται µε τις συνδέσεις αυτές», εκτίµησε η κυρί Τελάκη. Επίσης σηµείωσε πως αν δοθούν κίνητρα και υπάρξουν και προγράµµατα από το ΕΣΠΑ, ο δρόµος θα ανοίξει διάπλατα για νέες επενδύσεις στο χώρο, ενώ ανάλογη άποψη εξέφρασε και ο κ. ∆ράµαλης, τονίζοντας πως η µέση απόσβεση για να είναι αποδεκτή από τους επενδυτές, θα πρέπει να πέσει στα 5 χρόνια.
Ωφέλεια από την εξοικονόµηση ενέργειας και χρηµάτων
Από την πλευρά της η κυρία Κυριακίδου κατέστησε σαφές ότι «το νέο θεσµικό εργαλείο της αυτοπαραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά συστήµατα για τον ενεργειακό συµψηφισµό δεν είναι µια επενδυτική ευκαιρία, όπως ήταν παλαιότερα, αλλά ένα άριστο εργαλείο εξοικονόµησης ενέργειας και χρηµάτων για τον καταναλωτή, φυσικό πρόσωπο ή νοµικό πρόσωπο δηµόσιου κι ιδιωτικού δικαίου».
Παράδειγµα 1
Σε εφαρµογή οικιακού συστήµατος ισχύος 3,5 κιλοβάτ, µε κόστος επένδυσης 6.500 ευρώ (µε ΦΠΑ και κόστος σύνδεσης), µε ενεργειακή απόδοση γύρω στις 1.400 KWh ανά κιλοβάτ το χρόνο, µέση ετήσια πτώση παραγωγικότητας 2%, άνοδο τιµολογίων ηλεκτρικής ενέργειας επίσης κατά περίπου 2% το χρόνο και ετήσιο λειτουργικό κόστος στο 1% του κόστους της αρχικής επένδυσης, χωρίς τραπεζικό δανεισµό (σ. σ. κατά 100% ίδια κεφάλαια αυτοπαραγωγού) το συνολικό όφελος στην 25ετία είναι περίπου στα 11.700 ευρώ και η εσωτερική απόδοση επί των ιδίων κεφαλαίων στο 9,2%.
Παράδειγµα 2
Σε εφαρµογή εµπορικού φ/β µε εγκατεστηµένη ισχύ 7 κιλοβάτ, µε ενδεικτικό κόστος 9.300 ευρώ, ενεργειακή απόδοση 1.350 κιλοβατώρες, ανά κιλοβάτ το χρόνο και επίσης µια µέση ετήσια πτώση παραγωγικότητας 2%, αύξηση των τιµολογίων ηλεκτρικής ενέργειας κατά περίπου 2% το χρόνο και ετήσιο λειτουργικό κόστος στο 1% του κόστους της αρχικής επένδυσης, µε τη διαφορά ότι για το 50% του κόστους της τελευταίας λαµβάνεται επταετές δάνειο µε επιτόκιο 7%, το όφελος είναι συνολικά περί τα 20.400 ευρώ, στην 25ετία και η εσωτερική απόδοση των ιδίων κεφαλαίων είναι 14,5%.
Στα τρία η μέγιστη ισχύς ανά την Ελλάδα
Αναφορικά µε το τί ισχύει αυτή την περίοδο µε το net metering, η κ. Τελάλη σηµείωσε ότι σε πρώτη φάση ο ∆Ε∆∆ΗΕ υποδέχεται µόνο αιτήµατα σύνδεσης από καταναλωτές που τροφοδοτούνται από το δίκτυο χαµηλής τάσης και για µέγιστη ισχύ φωτοβολταϊκού συστήµατος µέχρι 20 κιλοβάτ (kWp) ή µέχρι 50% της συµφωνηµένης ισχύος της εγκατάστασης κατανάλωσης (σε kVA), εφόσον το τελευταίο µέγεθος υπερβαίνει τα 20 κιλοβάτ. Αυτό οδηγεί στο ανώτατο όριο των 100 kWp στην ηπειρωτική χώρα και τα διασυνδεδεµένα νησιά, 50 kWp στην Κρήτη και 20 kWp στα λοιπά Μη ∆ιασυνδεδεµένα Νησιά. Ειδικά στην Πελοπόννησο και στο τµήµα της Εύβοιας νοτίως του Αλιβερίου, καθώς και στα νησιά Άνδρο και Τήνο, η µέγιστη ισχύς συστήµατος περιορίζεται επί του παρόντος στα 20 κιλοβάτ, διότι θεωρούνται κορεσµένα.
Στα 300 ευρώ κόστος για τα μικρά, φτάνουν 450 ευρώ τα 100 kW
Άλλες χρηστικές πληροφορίες που δόθηκαν στην ηµερίδα αναφέρουν ότι:
∆ικαίωµα για την εγκατάσταση συστηµάτων φωτοβολταϊκών για ενεργειακό συµψηφισµό έχουν όλα τα φυσικά πρόσωπα (επιτηδευµατίες ή όχι) αλλά και τα ΝΠΙ∆ και ΝΠ∆∆, αρκεί να έχουν στην κυριότητά τους το χώρο στον οποίο θα εγκατασταθεί το φ/β ή, εναλλακτικά, να έχουν το δικαίωµα νόµιµης χρήσης αυτού, µέσω νόµιµης παραχώρησης, ενοικιαστηρίου κλπ. Αν δεν είναι ιδιόκτητος ο χώρος πρέπει να εξασφαλιστεί η έγγραφη συναίνεση του ιδιοκτήτη.
Σε περίπτωση που ένα ή περισσότερα φωτοβολταϊκά εγκατασταθούν σε κοινόχρηστο χώρο, θα πρέπει το καθένα να αντιστοιχίζεται σε έναν µόνο µετρητή κατανάλωσης.
Τα φωτοβολταϊκά µπορούν να εγκαθίστανται είτε επί κτηρίων, είτε επί εδάφους κι άλλων ειδικών κατασκευών, όπως για παράδειγµα στον αγροτικό τοµέα οι αποθήκες, οι κτηνοτροφικές µονάδες κλπ. Τα συστήµατα αυτά µπορούν να εγκαθίστανται είτε στον ίδιο χώρο µε την εγκατάσταση της κατανάλωσης που τροφοδοτούν, είτε σε όµορο χώρο. Το virtual net metering (σ.σ. να είναι σε άλλο κτήριο η εγκατάσταση του φ/β και να γίνεται συµψηφισµός για κατανάλωση άλλου κτηρίου) δεν επιτρέπεται.
Για τη διαστασιολόγηση του φωτοβολταϊκού ενδείκνυται να λαµβάνεται υπόψη η ετήσια κατανάλωση ενέργειας της εγκατάστασης στην οποία το σύστηµα αυτό θα συνδεθεί, διότι ο συµψηφισµός γίνεται σε ετήσια βάση και οποιοδήποτε πλεόνασµα ενέργειας προκύψει δεν αποζηµιώνεται. Κατά συνέπεια, η ετήσια παραγόµενη ενέργεια από το φ/β καλά θα είναι να µην υπερβαίνει την ετήσια κατανάλωση. Επ' αυτού όπως αναφέρθηκε, συνήθως στην Ελλάδα τα φωτοβολταϊκά παράγουν ενέργεια από 1.200 έως 1650 κιλοβατώρες, ανά κιλοβάτ το χρόνο, ανάλογα την περιοχή, την κλίση και τον προσανατολισµό των πλαισίων. «Ουσιαστικά υπάρχει µια µεσοσταθµική τιµή γύρω στις 1.350 έως 1.500 κιλοβατώρες, ανά κιλοβάτ το χρόνο και πρέπει να λαµβάνεται υπόψη για τη διαστασιολόγηση του συστήµατος», τονίστηκε χαρακτηριστικά.
Το κόστος για τη σύνδεση του φ/β αυτοπαραγωγής µε το δίκτυο χαµηλής τάσης, για ισχύ φωτοβολταϊκού µέχρι 55 κιλοβάτ, ανέρχεται σε 300 ευρώ, αν δεν απαιτείται να αντικατασταθεί ο υφιστάµενος µετρητής κατανάλωσης, ενώ αν πρέπει να γίνει αλλαγή η χρέωση πάει στα 370 ευρώ, εφόσον πρόκειται για µονοφασική παροχή και 390 ευρώ για τριφασική παροχή. Για φ/β συστήµατα εγκατεστηµένης ισχύος από τα 55 έως τα 100 κιλοβάτ, το κόστος αυτό ανέρχεται στα 450 ευρώ και σε αυτό περιλαµβάνεται και η δαπάνη για τον έλεγχο τόσο του µετρητή παραγωγής, που είναι ευθύνη του αυτοπαραγωγού, όσο και των µετασχηµατιστών εντάσεως, όπου απαιτούνται. ∆εν συµπεριλαµβάνονται όµως, τυχόν έργα δικτύου τα οποία µπορεί να απαιτηθούν για την αναβάθµιση του δικτύου.
Οι αυτοπαραγωγοί υποχρεούνται να εξασφαλίζουν την τήρηση των διατάξεων της κείµενης πολεοδοµικής και περιβαλλοντικής νοµοθεσίας κατά την εγκατάσταση και να µεριµνήσουν για την έκδοση των αδειών, των εγκρίσεων και άλλων διοικητικών πράξεων, ενώ ο ∆Ε∆∆ΗΕ, πριν την ενεργοποίηση του φ/β, θα παραλαµβάνει υπεύθυνη δήλωση και από τον αυτοπαραγωγό και από τον υπεύθυνο µηχανικό, µε την οποία θα αναλαµβάνεται η ευθύνη τήρησης της νοµοθεσίας.
Η διάρκεια της σύµβασης µεταξύ παραγωγού και προµηθευτή ισχύει για 25 χρόνια και ξεκινά να ισχύει από την ηµεροµηνία σύνδεσης του φωτοβολταϊκού. Σε περίπτωση που αλλάξει ο προµηθευτής µετά την ενεργοποίηση της σύµβασης, η τελευταία λήγει αυτοδίκαια και συνάπτεται νέα σύµβαση µε τον καινούριο αυτοπαραγωγό, για το υπολοιπόµενο των 25 ετών χρονικό διάστηµα.
Ως νέο εργαλείο, µάλιστα, το net metering εκτιµάται ότι µπορεί να ξαναβάλει σε κίνηση όλη την αγορά του κλάδου, η οποία µετά το «boom» της περιόδου 2008–2013, όταν και επενδύθηκαν περί τα 5 δισ. ευρώ για εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών, έχει πλέον κολλήσει, σε σηµείο ώστε να µην συνδέονται καθόλου καινούρια πάρκα µε το σύστηµα.
Οι εκτιµήσεις αυτές διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της ηµερίδας για τον βέλτιστο ενεργειακό συµψηφισµό και την ενίσχυση της διείσδυσης της ενέργειας από φ/β στο δίκτυο που οργανώθηκε στις 19 Μαΐου στη Θεσσαλονίκη µε τη συµµετοχή επιστηµόνων και ειδικών του κλάδου Ανανεώσιµων Πηγών Ενέργειας.
Σύµφωνα µε την εκπρόσωπο του Συνδέσµου Εταιρειών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ) Αικ. Κυριακίδου «όπως έχει στηθεί αυτή τη στιγµή το πρόγραµµα ανταποκρίνεται και απευθύνεται, κυρίως, σε εφαρµογές όπως για παράδειγµα οι αγροτικές και πιο συγκεκριµένα σε αποθήκες, γεωτρήσεις, θερµοκήπια και κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις».
Εξήγησε δε, ότι µε βάση τη διαστασιολόγηση του υπό εγκατάσταση συστήµατος, που θα προκύψει ανάλογα µε την κατανάλωση ρεύµατος που έχει ο παραγωγός, «σίγουρα µπορεί να του εξοικονοµήσει έως και το 50% του λογαριασµού που πληρώνει σήµερα».
Από 6 έως 11 χρόνια η περίοδος απόσβεσης της επένδυσης
Με βάση όλα αυτά τα δεδοµένα, όπως είπε η τοµεάρχης Ρυθµιστικών Θεµάτων, στη διεύθυνση χρηστών δικτύου, του ∆Ε∆∆ΗΕ ∆ήµητρα Τελάκη, ο χρόνος απόσβεσης µιας τέτοιας επένδυσης κυµαίνεται από 6 έως και 11 χρόνια, κάτι που αν συνδυαστεί µε το γεγονός ότι οι συµβάσεις που υπογράφονται είναι διάρκειας 25 ετών και µε αποδόσεις κεφαλαίου της τάξης του 10%, κατά µέσο όρο, τότε µιλάµε για εναλλακτική που δεν µπορεί να αγνοηθεί.
Ειδικότερα, στην περίπτωση των αγροτικών εφαρµογών διευκρινίστηκε ότι η απόσβεση της επένδυσης εγγίζει το απώτατο χρονικό όριο των 11 ετών, διότι αυτή τη στιγµή οι τιµές συµψηφισµού, για τα αγροτικά συστήµατα, ανά κιλοβατώρα είναι γύρω στα 7 λεπτά του ευρώ, όταν στα οικιακά κινείται µεταξύ 13 – 14 λεπτών και στα εµπορικά, από 9 - 13 λεπτά, ανάλογα το τιµολόγιο στο οποίο υπάγεται ο αυτοπαραγωγός.
Στα 11 χρόνια σήμερα η διάρκεια απόσβεσης στις αγροτικές εφαρμογές
Αισιόδοξη πως η έναρξη εφαρµογής του net metering θα δηµιουργήσει συνθήκες αναθέρµανσης της αγοράς εγκατάστασης φωτοβολταϊκών στην Ελλάδα, εµφανίστηκε η κυρία Τελάκη, καθώς «από τα τέλη του 2013 και ειδικά µετά το νόµο για το new deal κανείς δεν σκέφτεται να εγκαταστήσει φωτοβολταϊκό».
Παρόλα αυτά ο πήχης των προσδοκιών δεν µπαίνει ψηλά και σε αυτό επηρεάζει τόσο το κλίµα αβεβαιότητας στην οικονοµία, που δεν ευνοεί γενικότερα τις νέες επενδυτικές ή επιχειρηµατικές δραστηριότητες, όσο και ενέργειες όπως οι µονοµερείς αλλαγές συµβάσεων που έγιναν στο πρόσφατο παρελθόν και για τις οποίες, κατά τον Μάριο ∆ράµαλη, από τον Πανελλήνιο Σύλλογο του κλάδου «Στέγη» έχουν υποβληθεί αγωγές και θα κριθούν στα δικαστήρια.
Ως εκ τούτου το γεγονός ότι στο πρώτο δεκαήµερο, που είναι ανοικτό το σύστηµα και δέχεται (από τις 8 του Μάη) αιτήµατα για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών µε συµψηφισµό από καταναλωτές που τροφοδοτούνται από το δίκτυο χαµηλής τάσης, υποβλήθηκαν λίγο πάνω από 200 φάκελοι, θεωρείται, µια σχετικά καλή επίδοση.
Πληροφορίες που είδαν το φως της δηµοσιότητας ανέφεραν ότι από τις συγκεκριµένες αιτήσεις η πλειονότητα προέρχονται από ενεργοβόρες επιχειρήσεις, όπως ξενοδοχεία και φούρνοι και αφορούσαν σχέδια µε εγκατεστηµένη ισχύ, 25 έως 50 KW.
«Τον επόµενα µήνα ο ∆Ε∆∆ΗΕ θα αρχίσει να δέχεται αιτήµατα σύνδεσης από καταναλωτές που τροφοδοτούνται από το δίκτυο µέσης τάσης, µετά την επίλυση των πλέον σύνθετων τεχνικών ζητηµάτων που σχετίζονται µε τις συνδέσεις αυτές», εκτίµησε η κυρί Τελάκη. Επίσης σηµείωσε πως αν δοθούν κίνητρα και υπάρξουν και προγράµµατα από το ΕΣΠΑ, ο δρόµος θα ανοίξει διάπλατα για νέες επενδύσεις στο χώρο, ενώ ανάλογη άποψη εξέφρασε και ο κ. ∆ράµαλης, τονίζοντας πως η µέση απόσβεση για να είναι αποδεκτή από τους επενδυτές, θα πρέπει να πέσει στα 5 χρόνια.
Ωφέλεια από την εξοικονόµηση ενέργειας και χρηµάτων
Από την πλευρά της η κυρία Κυριακίδου κατέστησε σαφές ότι «το νέο θεσµικό εργαλείο της αυτοπαραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά συστήµατα για τον ενεργειακό συµψηφισµό δεν είναι µια επενδυτική ευκαιρία, όπως ήταν παλαιότερα, αλλά ένα άριστο εργαλείο εξοικονόµησης ενέργειας και χρηµάτων για τον καταναλωτή, φυσικό πρόσωπο ή νοµικό πρόσωπο δηµόσιου κι ιδιωτικού δικαίου».
Παράδειγµα 1
Σε εφαρµογή οικιακού συστήµατος ισχύος 3,5 κιλοβάτ, µε κόστος επένδυσης 6.500 ευρώ (µε ΦΠΑ και κόστος σύνδεσης), µε ενεργειακή απόδοση γύρω στις 1.400 KWh ανά κιλοβάτ το χρόνο, µέση ετήσια πτώση παραγωγικότητας 2%, άνοδο τιµολογίων ηλεκτρικής ενέργειας επίσης κατά περίπου 2% το χρόνο και ετήσιο λειτουργικό κόστος στο 1% του κόστους της αρχικής επένδυσης, χωρίς τραπεζικό δανεισµό (σ. σ. κατά 100% ίδια κεφάλαια αυτοπαραγωγού) το συνολικό όφελος στην 25ετία είναι περίπου στα 11.700 ευρώ και η εσωτερική απόδοση επί των ιδίων κεφαλαίων στο 9,2%.
Παράδειγµα 2
Σε εφαρµογή εµπορικού φ/β µε εγκατεστηµένη ισχύ 7 κιλοβάτ, µε ενδεικτικό κόστος 9.300 ευρώ, ενεργειακή απόδοση 1.350 κιλοβατώρες, ανά κιλοβάτ το χρόνο και επίσης µια µέση ετήσια πτώση παραγωγικότητας 2%, αύξηση των τιµολογίων ηλεκτρικής ενέργειας κατά περίπου 2% το χρόνο και ετήσιο λειτουργικό κόστος στο 1% του κόστους της αρχικής επένδυσης, µε τη διαφορά ότι για το 50% του κόστους της τελευταίας λαµβάνεται επταετές δάνειο µε επιτόκιο 7%, το όφελος είναι συνολικά περί τα 20.400 ευρώ, στην 25ετία και η εσωτερική απόδοση των ιδίων κεφαλαίων είναι 14,5%.
Στα τρία η μέγιστη ισχύς ανά την Ελλάδα
Αναφορικά µε το τί ισχύει αυτή την περίοδο µε το net metering, η κ. Τελάλη σηµείωσε ότι σε πρώτη φάση ο ∆Ε∆∆ΗΕ υποδέχεται µόνο αιτήµατα σύνδεσης από καταναλωτές που τροφοδοτούνται από το δίκτυο χαµηλής τάσης και για µέγιστη ισχύ φωτοβολταϊκού συστήµατος µέχρι 20 κιλοβάτ (kWp) ή µέχρι 50% της συµφωνηµένης ισχύος της εγκατάστασης κατανάλωσης (σε kVA), εφόσον το τελευταίο µέγεθος υπερβαίνει τα 20 κιλοβάτ. Αυτό οδηγεί στο ανώτατο όριο των 100 kWp στην ηπειρωτική χώρα και τα διασυνδεδεµένα νησιά, 50 kWp στην Κρήτη και 20 kWp στα λοιπά Μη ∆ιασυνδεδεµένα Νησιά. Ειδικά στην Πελοπόννησο και στο τµήµα της Εύβοιας νοτίως του Αλιβερίου, καθώς και στα νησιά Άνδρο και Τήνο, η µέγιστη ισχύς συστήµατος περιορίζεται επί του παρόντος στα 20 κιλοβάτ, διότι θεωρούνται κορεσµένα.
Στα 300 ευρώ κόστος για τα μικρά, φτάνουν 450 ευρώ τα 100 kW
Άλλες χρηστικές πληροφορίες που δόθηκαν στην ηµερίδα αναφέρουν ότι:
∆ικαίωµα για την εγκατάσταση συστηµάτων φωτοβολταϊκών για ενεργειακό συµψηφισµό έχουν όλα τα φυσικά πρόσωπα (επιτηδευµατίες ή όχι) αλλά και τα ΝΠΙ∆ και ΝΠ∆∆, αρκεί να έχουν στην κυριότητά τους το χώρο στον οποίο θα εγκατασταθεί το φ/β ή, εναλλακτικά, να έχουν το δικαίωµα νόµιµης χρήσης αυτού, µέσω νόµιµης παραχώρησης, ενοικιαστηρίου κλπ. Αν δεν είναι ιδιόκτητος ο χώρος πρέπει να εξασφαλιστεί η έγγραφη συναίνεση του ιδιοκτήτη.
Σε περίπτωση που ένα ή περισσότερα φωτοβολταϊκά εγκατασταθούν σε κοινόχρηστο χώρο, θα πρέπει το καθένα να αντιστοιχίζεται σε έναν µόνο µετρητή κατανάλωσης.
Τα φωτοβολταϊκά µπορούν να εγκαθίστανται είτε επί κτηρίων, είτε επί εδάφους κι άλλων ειδικών κατασκευών, όπως για παράδειγµα στον αγροτικό τοµέα οι αποθήκες, οι κτηνοτροφικές µονάδες κλπ. Τα συστήµατα αυτά µπορούν να εγκαθίστανται είτε στον ίδιο χώρο µε την εγκατάσταση της κατανάλωσης που τροφοδοτούν, είτε σε όµορο χώρο. Το virtual net metering (σ.σ. να είναι σε άλλο κτήριο η εγκατάσταση του φ/β και να γίνεται συµψηφισµός για κατανάλωση άλλου κτηρίου) δεν επιτρέπεται.
Για τη διαστασιολόγηση του φωτοβολταϊκού ενδείκνυται να λαµβάνεται υπόψη η ετήσια κατανάλωση ενέργειας της εγκατάστασης στην οποία το σύστηµα αυτό θα συνδεθεί, διότι ο συµψηφισµός γίνεται σε ετήσια βάση και οποιοδήποτε πλεόνασµα ενέργειας προκύψει δεν αποζηµιώνεται. Κατά συνέπεια, η ετήσια παραγόµενη ενέργεια από το φ/β καλά θα είναι να µην υπερβαίνει την ετήσια κατανάλωση. Επ' αυτού όπως αναφέρθηκε, συνήθως στην Ελλάδα τα φωτοβολταϊκά παράγουν ενέργεια από 1.200 έως 1650 κιλοβατώρες, ανά κιλοβάτ το χρόνο, ανάλογα την περιοχή, την κλίση και τον προσανατολισµό των πλαισίων. «Ουσιαστικά υπάρχει µια µεσοσταθµική τιµή γύρω στις 1.350 έως 1.500 κιλοβατώρες, ανά κιλοβάτ το χρόνο και πρέπει να λαµβάνεται υπόψη για τη διαστασιολόγηση του συστήµατος», τονίστηκε χαρακτηριστικά.
Το κόστος για τη σύνδεση του φ/β αυτοπαραγωγής µε το δίκτυο χαµηλής τάσης, για ισχύ φωτοβολταϊκού µέχρι 55 κιλοβάτ, ανέρχεται σε 300 ευρώ, αν δεν απαιτείται να αντικατασταθεί ο υφιστάµενος µετρητής κατανάλωσης, ενώ αν πρέπει να γίνει αλλαγή η χρέωση πάει στα 370 ευρώ, εφόσον πρόκειται για µονοφασική παροχή και 390 ευρώ για τριφασική παροχή. Για φ/β συστήµατα εγκατεστηµένης ισχύος από τα 55 έως τα 100 κιλοβάτ, το κόστος αυτό ανέρχεται στα 450 ευρώ και σε αυτό περιλαµβάνεται και η δαπάνη για τον έλεγχο τόσο του µετρητή παραγωγής, που είναι ευθύνη του αυτοπαραγωγού, όσο και των µετασχηµατιστών εντάσεως, όπου απαιτούνται. ∆εν συµπεριλαµβάνονται όµως, τυχόν έργα δικτύου τα οποία µπορεί να απαιτηθούν για την αναβάθµιση του δικτύου.
Οι αυτοπαραγωγοί υποχρεούνται να εξασφαλίζουν την τήρηση των διατάξεων της κείµενης πολεοδοµικής και περιβαλλοντικής νοµοθεσίας κατά την εγκατάσταση και να µεριµνήσουν για την έκδοση των αδειών, των εγκρίσεων και άλλων διοικητικών πράξεων, ενώ ο ∆Ε∆∆ΗΕ, πριν την ενεργοποίηση του φ/β, θα παραλαµβάνει υπεύθυνη δήλωση και από τον αυτοπαραγωγό και από τον υπεύθυνο µηχανικό, µε την οποία θα αναλαµβάνεται η ευθύνη τήρησης της νοµοθεσίας.
Η διάρκεια της σύµβασης µεταξύ παραγωγού και προµηθευτή ισχύει για 25 χρόνια και ξεκινά να ισχύει από την ηµεροµηνία σύνδεσης του φωτοβολταϊκού. Σε περίπτωση που αλλάξει ο προµηθευτής µετά την ενεργοποίηση της σύµβασης, η τελευταία λήγει αυτοδίκαια και συνάπτεται νέα σύµβαση µε τον καινούριο αυτοπαραγωγό, για το υπολοιπόµενο των 25 ετών χρονικό διάστηµα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου